Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Γιατί οι «αριστεροί» ψήφισαν ακροδεξιά;

 


[
 Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 14.03.24 ]


Και στην Πορτογαλία το ίδιο έργο: Η Αριστερά χάνει και η Δεξιά -κυρίως η ακροδεξιά- κερδίζει. Η μεγάλη υποχώρηση της Αριστεράς είναι το ένα θέμα. Το άλλο και σημαντικότερο είναι ότι οι αριστεροί ψηφοφόροι μετακινούνται σε «σκοτεινές» ακροδεξιές γειτονιές. Δεν το λέω εγώ, το διαπιστώνουν οι Γάλλοι, οι Βρετανοί και τώρα οι Πορτογάλοι.

Για να έχουμε μια εικόνα: Στην Πορτογαλία, το κεντροδεξιό κόμμα της μέχρι πρότινος αντιπολίτευσης (Δημοκρατική Συμμαχία) κατέκτησε το 29,5% των ψήφων στις πρόσφατες εκλογές, το Σοσιαλιστικό κόμμα 28,6% (ηττήθηκε μετά από οκτώμισι χρόνια στην κυβέρνηση) και το ακροδεξιό κόμμα Chega από 7% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2022, τώρα σχεδόν τριπλασίασε το σκορ του φθάνοντας το 18% - ξεπερνώντας το ένα εκατομμύριο ψήφους και κυριαρχώντας στην περιοχή Αλγκάρβε.

Ο Armando Esteves Pereira γράφει γι’ αυτή τη θεαματική εξέλιξη: «Το (ακροδεξιό κόμμα) Chega καταλαμβάνει ένα χώρο που παραδοσιακά ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του PS (σοσιαλιστές). Πρόκειται για μία «ψήφο διαμαρτυρίας, της περιφέρειας, και όσων είναι θυμωμένοι και αηδιασμένοι με το σύστημα[…]», σημειώνει ο Pereira.

Αλλά γιατί η διαμαρτυρία εκφράστηκε με την ψήφο προς την ακροδεξιά; Για ποιο λόγο οι αριστεροί ψηφοφόροι της Πορτογαλίας, της Γαλλίας και αλλού μετακινούνται στην ακροδεξιά; Το «κλειδί» της απάντησης βρίσκεται στην περίφημη ΚΥΒΕΡΝΩΣΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ. Για την ακρίβεια, όπου η Αριστερά (σοσιαλδημοκρατία) κυβέρνησε, απλώς διαχειρίστηκε το σύστημα, χάνοντας την (όποια) ψυχή της, δηλαδή την ταυτότητά της, τον αντισυστημισμό της και τις διακηρύξεις της για ριζική αλλαγή υπέρ των μη προνομιούχων. Τελικά, το «κυβερνώσα», δηλαδή η «διακυβέρνηση» χωρίς την ριζική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου έγινε το τυρί της ποντικοπαγίδας. Η ΑΛΛΑΓΗ κατέληξε σε κάποιες μικροελαφρύνσεις και μια καλύτερη προστασία των εργαζομένων, χωρίς οι ολιγάρχες να υποστούν καμία συνέπεια. Το όραμα χάθηκε.

Τελικά, όπως σημειώνει ο Βρετανός σκηνοθέτης Κεν Λόουτς (artinews 11/7/2019): Η Αριστερά αποδέχτηκε την «κανονικότητα» του νεοφιλελεύθερου ατομικισμού και δεν απάντησε με ιδεολογικό και πολιτικό τρόπο στην ενίσχυση της συλλογικότητας, ούτε αντιλήφθηκε τον καίριο ρόλο της τηλεόρασης. Στη Βρετανία η πολιτική διαπάλη σήμερα «είναι ουσιαστικά η πάλη μεταξύ δύο κομμάτων της Δεξιάς», λέει ο Κεν Λοουτς. Όσο για την Αριστερά, «Το κόμμα που εκπροσωπούσε κάποτε την Αριστερά (το Εργατικό κόμμα της Βρετανίας) έχει υποστεί τέτοια μετάλλαξη που έχει καταλήξει να είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ήταν». Το Εργατικό κόμμα στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι πλέον ένα συστημικό κόμμα. Το ίδιο συνέβη και με τον ΣΥΡΙΖΑ και το PS στην Πορτογαλία.

Η αντισυστημική ταυτότητα που απώλεσε η Αριστερά θα σπεύσει να την υιοθετήσει η ακροδεξιά τύπου Τραμπ, Όρμπαν, Μελόνι, Μιλέι κ.ά. Το παράδειγμα με την οδυνηρή και στο τέλος εξευτελιστική εξέλιξη στον ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι η αριστερά όταν γίνεται «κυβερνώσα» χάνει την ταυτότητά της, χάνει το Πρόσωπό της, αλλοιώνεται, γίνεται συστημική, γίνεται οικεία με το «κεφάλαιο», καθίσταται έτσι μια διαχειρίστρια του συστήματος, γι’ αυτό και οι αριστεροί ψηφοφόροι θεωρούν ότι προδόθηκαν εξ ου και ο θυμός (δεν λέει τυχαία ο Κασσελάκης «εγώ δεν θα σας προδώσω ποτέ». Μόνο που αυτό συνέβη άμα τη εμφανίσει του ανεξάρτητα των προθέσεων του). Γι’ αυτό οι «αριστεροί» ψηφοφόροι καταλήγουν στην δήθεν αντισυστημική ακροδεξιά ψήφο. Ήδη είχαν εκπαιδευτεί στην οπαδική και χουλιγκανική πολιτική σκέψη, για την ακρίβεια τη «θυμική αντίδραση». Το «Μητσοτάκη Γαμ…» εκπαίδευσε μια ολόκληρη γενιά στην χουλιγκανική "επαναστατικότητα" και στον ουγκανικό τρόπο πολιτικής σκέψης.

Γενικά, τα κόμματα της Αριστεράς δεν αποδέχτηκαν μόνο τον «νεοφιλελεύθερο ατομικισμό» που λέει ο θαυμάσιος Κεν Λόουτς, δέχτηκαν επίσης ότι υπάρχουν ελάχιστα περιθώρια για ένα αντι-συστημικό μοντέλο και ότι αντ' αυτού πρέπει να δοθεί έμφαση στην καλύτερη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών, των αγορών και της δημοκρατίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη και η εξάλειψη των διακρίσεων και των ανισοτήτων. Με άλλα λόγια, δεν θέλουν πια να αλλάξουν το σύστημα αλλά να το μεταρρυθμίσουν. Έχει εδραιωθεί πια η πεποίθηση ότι η απόδραση από το καπιταλιστικό σύστημα είναι σαν να θέλεις να ξεφύγεις από μία παγκόσμια μαφία (όπως έλεγε έναν Αμερικανο-ινδός οικονομολόγος). Έτσι η ριζική αλλαγή εξορίστηκε στην περιοχή του ανέφικτου και του ανεδαφικού, δίνοντας τη θέση της στον «ρεαλισμό» και την «κυβερνησιμότητα».

Μαζί όμως με την «ουτοπία» τα αριστερά κόμματα έχασαν και την ψυχή τους, το κινούν αίτιο της πολιτικής και κοινωνικής ιδεολογίας τους, δημιουργώντας έτσι τις συνθήκες για την απώλεια της ριζοσπαστικής τους ταυτότητας και σαφήνειας. Αυτός είναι ο λόγος που ηττώνται εκλογικά σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. Η απουσία ενός ουτοπικού οράματος στο σύγχρονο πολιτικό λόγο της Αριστεράς έχει τροποποιήσει κατά τέτοιο τρόπο το ιδεολογικό έδαφος, ώστε τα αριστερά κόμματα σε όλο τον κόσμο να μετατοπίζονται προς το κέντρο. Η εγκατάλειψη του ουτοπισμού, της εμπνέουσας ιδέας έχει ωθήσει την αριστερά στην απώλεια του κινηματικού της χαρακτήρα και της ιδεολογικής και πολιτικής της δύναμης και τελικά στον εκφυλισμό της.

Η μεγάλη προδοσία της Αριστεράς στην Ελλάδα έγινε το 2015. Την περιγράφει εμβριθώς ο Αλαίν Μπαντιού: «Η μεγάλη διαφορά μεταξύ της κλασικής δεξιάς και της κλασικής αριστεράς είναι ότι η πρώτη πιστεύει πως το νέο πρέπει να αναδειχτεί εντός της ιστορικής αναγκαιότητας στην οποία οφείλουμε να υποτασσόμαστε –του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στη συγκεκριμένη περίπτωση–, ενώ η δεύτερη πρεσβεύει την αναζήτηση νέων τρόπων να υπάρξουμε μέσα σε αυτήν (σ.σ. την ιστορική αναγκαιότητα)». Ποιοι είναι οι νέοι τρόποι; Αυτή την απάντηση οφείλει να δώσει η αριστερά. «…Το συντριπτικό «όχι» στις απαιτήσεις των δανειστών στο ελληνικό δημοψήφισμα του Ιουλίου του '15, π.χ., ήταν μια τέτοια ιστορική συγκυρία κατά την οποία η πιθανότητα μιας άλλης πολιτικής αμφισβήτησε ευθέως αυτό που παρουσιαζόταν ως αναγκαιότητα, γι’ αυτό και όλος ο κόσμος της Αριστεράς «κοιτούσε» τότε προς την Ελλάδα!» «(Στο δημοψήφισμα) …διακυβεύτηκε κάτι ευρύτερο που ξεπερνούσε τη μοίρα του ελληνικού λαού, ήταν μια διακήρυξη πολιτικής ανυπακοής που έκανε αίσθηση μεγάλη διεθνώς. Ναι, κι εγώ είχα συγκινηθεί βαθιά τότε, το ομολογώ! Η έκπληξη δεν ήταν το βάθος και η έκταση της τελευταίας κρίσης που ξεκίνησε με τη «φούσκα» της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ το 2008 και δέκα χρόνια μετά φαίνεται να κλείνει τον κύκλο της – όπως ξέρουμε και από τον Μαρξ, οι κρίσεις είναι ζωτικό και αναπόσπαστο κομμάτι του καπιταλισμού. Η έκπληξη ήταν η διατρανωμένη θέληση ενός λαού να πάρει το ρίσκο –γιατί για ρίσκο επρόκειτο και μάλιστα μεγάλο!– να αντιταχθεί στην ειμαρμένη της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης και της βίαιης λιτότητας, όπως αυτές εκπορεύονταν από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και τους «τοποτηρητές» του, όπως η Κομισιόν, το ΔΝΤ και η ΕΚΤ.». Και συνεχίζει ο Μπαντιού: «Δεν υπήρχε καμία αναγκαιότητα εξόδου από την Ε.Ε. ούτε μπήκε τέτοιο δίλημμα από την τότε κυβέρνηση. Αυτή ήταν η ερμηνεία που είχε δώσει στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του '15 η Κομισιόν. Όμως η πραγματική του διάσταση συνίστατο στο ότι ναι, ακριβώς επειδή είμαστε πιστοί Ευρωπαίοι αρνούμαστε να αποπληρώσουμε το χρέος μας με τους ασφυκτικούς όρους που μας επιβάλλετε, πράγμα που κάνετε επειδή μας βρίσκετε μικρούς κι αδύναμους – και η Γαλλία π.χ. παρουσιάζει μεγάλο έλλειμμα, ποιος θα τολμούσε να απειλήσει το Παρίσι με εξοντωτικά μνημόνια και έξοδο από την Ε.Ε.;

Οι ίδιες οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε μια κωμωδία ακριβώς επειδή οι «θεσμοί» δεν ήθελαν καν να ακούσουν, απλώς αποφάσιζαν και διέταζαν. Η κυβέρνηση Τσίπρα έπρεπε να είχε ακολουθήσει τη λαϊκή εντολή στο όνομα της δυνατότητας, αμφισβητώντας αυτό που το σύστημα παρουσίαζε ως αδήριτη αναγκαιότητα. Να φερθεί όπως ο Μιραμπό το 1789, όταν ο βασιλιάς διέταξε τη διάλυση της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, αλλάζοντας έτσι τη ροή της Ιστορίας!» * Όταν ο Ανρί Εβράρ, στο όνομα του βασιλιά, διέταξε τους αντιπροσώπους της Εθνοσυνέλευσης να αποχωρήσουν, ο Μιραμπό φέρεται ότι του απάντησε με την περίφημη φράση «Κύριε, πηγαίνετε να πείτε στο αφεντικό σας πώς βρισκόμαστε εδώ με τη βούληση του λαού, και πως δεν θα φύγουμε παρά με τη δύναμη των όπλων». ([ ARTI news / Ελλάδα / 27.07.23)

Τότε χάθηκε το στοίχημα. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, το ίδιο συνέβη τηρουμένων των αναλογιών στη Γαλλία, στη Βρετανία, στην Πορτογαλία, παντού. Οι «ρεαλιστές αριστεροί» μην αντιλαμβανόμενοι ούτε μια ψίχα από τη σημαντική λειτουργία της «ουτοπίας» για την κινητοποίηση των ανθρώπων και ολόκληρης της κοινωνίας, εγκλωβίζονται σ’ έναν στείρο κυβερνητισμό και ενσωματώνονται στο σύστημα και σε μια συντηρητική διαχείριση, παρουσιάζοντας τις ελάχιστες και ήσσονος σημασίας μεταρρυθμίσεις ως επανάσταση!

Η απώλεια του ριζοσπαστισμού από την αριστερά, καλύπτεται από τον ριζοσπαστισμό της νέας δεξιάς (με ενσωματωμένη ή όχι την ακροδεξιά). Οι ‘αριστεροί’ ψηφίζουν ακροδεξιά ή απέχουν!

Υπάρχει ελπίδα ανάταξης; Ναι, αρκεί η Αριστερά να επανεύρει την «ψυχή» της και να συνειδητοποιήσει αυτό που έλεγε ο Χομπσμπάουμ, ότι η αλλαγή δεν μπορεί να επισυμβεί σε μία μόνο χώρα. Η αλλαγή ή θα είναι διεθνής (εν προκειμένω ευρωπαϊκή) ή δεν θα υπάρχει. Αρκεί να επανακτηθεί ο ου-τόπος, ο ορίζοντας-στόχος που θα συν-κινεί, η ιδέα-δημιουργός μιας νέας ταυτότητας –εδώ και τώρα-, ενός νέου Εμείς, όπου ο καθένας θα έχει ισότιμη θέση και ίδια δυνατότητα να ζει και να ανθίζει (από τώρα), που θα δημιουργεί ένα νέο τρόπο σκέψης που θα αποδομεί την φυσικοποίηση της βίας μέσω της κυρίαρχης ιδεολογίας. Γιατί η ουτοπία και το τσακισμένο Πρόσωπο ανατάσσονται εδώ και τώρα μέσα από τον Αγώνα. Γιατί η επανάσταση είναι τώρα και τώρα βιώνεται το αύριο…


Αφρική: αυτοί ευθύνονται για την πείνα

 


[
 Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 14.03.24 ]


Η χρηματιστηριακή αξία το 2021 των τριών μεγαλύτερων εταιρειών τεχνολογίας —Amazon, Apple και Microsoft— ξεπέρασε το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (πάνω από 90%) των 193 κρατών μελών του ΟΗΕ εκείνη τη χρονιά.

Σύμφωνα με την έκθεση του Προγράμματος Ανάπτυξης του ΟΗΕ, που δημοσιεύτηκε χθες (13.3.2024) οι ανισότητες αυξάνονται καθώς σχεδόν το 40% του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών συγκεντρώνεται σε τρεις ή λιγότερες χώρες. Οι ανισότητες μεγεθύνονται όσο μετακινούμαστε προς την Αφρική.

Με βάση τα τελευταία στοιχεία του 2022, οι 10 χώρες με τη χαμηλότερη ανάπτυξη είναι η Σιέρα Λεόνε, η Μπουρκίνα Φάσο, η Υεμένη, το Μπουρούντι, το Μάλι, το Τσαντ, ο Νίγηρας, η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, το Νότιο Σουδάν και η Σομαλία. Όλες εκτός από την Υεμένη βρίσκονται στην Αφρική. Στην Αφρική περισσότεροι από ένας στους πέντε κατοίκους δεν τρώει καθόλου (έκθεση ΟΗΕ 2021). Την ίδια ώρα, που αυτήν την υπερπλούσια σε ορυκτό πλούτο ήπειρο την εκμεταλλεύονται πολυεθνικές εταιρείες που κάνουν κουμάντο σε ολόκληρες χώρες.

Ο ορυκτός πλούτος της Αφρικής οδεύει στην αυτοκινητοβιομηχανία και τα ηλεκτρικά οχήματα (μαγγάνιο, κοβάλτιο, λίθιο και νικέλιο). 

Τα ηλεκτρικά οχήματα απαιτούν έξι φορές μεγαλύτερη ποσότητα ορυκτών από τα συμβατικά οχήματα. Το ίδιο ισχύει και με τις ηλεκτρονικές συσκευές που έχουν ανάγκη το κολτάνιο, ένα μεταλλικό ορυκτό από το οποίο εξάγονται τα στοιχεία Νιόβιο και Ταντάλιο. Το Ταντάλιο χρησιμοποιείται για την κατασκευή πυκνωτών σε ηλεκτρονικά προϊόντα, τουρμπίνες και ιδίως στην παραγωγή κινητών τηλεφώνων. Με την αγαστή συνεργασία δυτικών εταιρειών και κρατών, οι ντόπιοι πολέμαρχοι (από το Congo και τα γειτονικά κράτη, Uganda, Burundi και Rwanda) μετέτρεψαν τα ερασιτεχνικά λαγούμια σε πραγματικά ορυχεία Κολτανίου, με στόχο την πληρωμή τους σε σκληρό δυτικό νόμισμα για την χρηματοδότηση των ιδιωτικών στρατών (συμμοριών) τους. Οι άνθρωποι των χωρών αυτών δουλεύουν εκεί κάτω από άθλιες συνθήκες (ακόμη και 6χρονα παιδιά) και αμείβονται για 12ωρη βάρδια με 1 $, χωρίς εκπαίδευση και μέτρα ασφάλειας, ενώ συχνά υφίστανται βιασμούς από τους μεγαλύτερους.

Η καταλήστευση των πόρων από τις δυτικές πολυεθνικές αλλά και τους Κινέζους, η εκμετάλλευση, η πείνα και η βία που υφίστανται οι νεαροί «μεταλλωρύχοι» τους εξαναγκάζουν σε φυγή. Από εδώ προκύπτει το κύμα μετανάστευσης από την Αφρική. Κι όμως ο πλούτος των χωρών αυτών θα μπορούσε να εξασφαλίσει στους πολίτες τους μια καλή ζωή…

Όμωςι οι πολυεθνικές και οι 2.153 δισεκατομμυριούχοι της υφηλίου που διαθέτουν πλέον περισσότερα χρήματα από ό,τι το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού, καθώς και οι ντόπιες ελίτ (συνήθως συμμορίτες και στρατιωτικοί) της Αφρικής άλλα κελεύουν!   


Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

David Grossman, «Το Ισραήλ βυθίζεται στην άβυσσο»*

 

[ ARTI news / Κόσμος / 06.03.24 ]


Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στους «The New York Times», ο διάσημος Ισραηλινός συγγραφέας David Grossman εκφράζει την απόγνωσή του για την κατάσταση της ισραηλινής κοινωνίας και τον πόλεμο στη Γάζα. Μιλάει για τη δυνατότητα μιας «ηθικής, λογικής και ανθρώπινης επίλυσης» σε μια σύγκρουση που διαρκεί περισσότερο από έναν αιώνα. «Το τραύμα του να γίνουν πρόσφυγες είναι θεμελιώδες και πρωταρχικό τόσο για τους Ισραηλινούς όσο και για τους Παλαιστίνιους, και ωστόσο καμία πλευρά δεν είναι σε θέση να δει την τραγωδία της άλλης με λίγη κατανόηση — για να μην αναφέρουμε συμπόνια.» γράφει ο Grossman και καταλήγει: «Δεν είναι ώρα για μικροπολιτικές και κυνικές διπλωματίες. Αυτή είναι μια σπάνια στιγμή που ένα ωστικό κύμα όπως αυτό που ζήσαμε στις 7 Οκτωβρίου έχει τη δύναμη να αναδιαμορφώσει την πραγματικότητα. Δεν βλέπουν οι χώρες που συμμετέχουν στη σύγκρουση ότι οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι δεν είναι πλέον ικανοί να σωθούν;» "Υπάρχει η πιθανότητα για μια ριζικά διαφορετική πραγματικότητα. Ίσως η αναγνώριση ότι αυτός ο πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί και, επιπλέον, ότι δεν μπορούμε να διατηρήσουμε (σ.μ. οι Ισραηλινοί) την κατοχή επ' αόριστον, θα αναγκάσει και τις δύο πλευρές να αποδεχθούν μια λύση δύο κρατών…

Το artinews αναδημοσιεύει αποσπάσματα από το άρθρο.

«Καθώς το πρωί της 7ης Οκτωβρίου υποχωρεί σε απόσταση, η φρίκη φαίνεται να αυξάνεται. Ξανά και ξανά, εμείς οι Ισραηλινοί λέμε στον εαυτό μας τι έχει γίνει… Πώς για αρκετές ώρες τρομοκράτες της Χαμάς εισέβαλαν στα σπίτια Ισραηλινών, δολοφόνησαν περίπου 1.200 ανθρώπους, βίασαν και απήγαγαν, λεηλάτησαν και έκαψαν…

Έχω μιλήσει με Εβραίους που ζουν εκτός Ισραήλ, οι οποίοι είπαν ότι η σωματική —και πνευματική— ύπαρξή τους κατέστη ευάλωτη εκείνες τις ώρες. Αλλά περισσότερο από αυτό: Κάτι από τη δύναμη της ζωής τους είχε αφαιρεθεί, για πάντα […]

Κατά τη στιγμή της δημοσίευσης, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Υγείας της Γάζας που διοικείται από τη Χαμάς, περισσότεροι από 30.000 Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί στη Λωρίδα της Γάζας από τις 7 Οκτωβρίου. Ανάμεσά τους πολλά παιδιά, γυναίκες και πολίτες, πολλοί από τους οποίους δεν ήταν μέλη της Χαμάς και δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στον κύκλο του πολέμου. Είναι οι «Μη εμπλεκόμενοι», όπως τους αποκαλεί το Ισραήλ, στη γλώσσα με την οποία τα έθνη σε πόλεμο εξαπατούν τον εαυτό τους για να μην αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις των πράξεών τους.

Ο διάσημος μελετητής της καμπάλα Γκέρσομ Σόλεμ επινόησε ένα ρητό: «Όλο το αίμα ρέει στην πληγή». Σχεδόν πέντε μήνες μετά τη σφαγή, έτσι νιώθει το Ισραήλ. Ο φόβος, το σοκ, η οργή, η θλίψη, η ταπείνωση και η εκδίκηση, οι ψυχικές ενέργειες ενός ολόκληρου έθνους - όλα αυτά δεν έχουν σταματήσει να ρέουν στην πληγή, στην άβυσσο της οποίας ακόμα πέφτουμε…

Δεν μπορούμε να αφήσουμε στην άκρη τις σκέψεις μας για τα νεαρά κορίτσια και τις γυναίκες, καθώς και για τους άνδρες, όπως φαίνεται, που βιάστηκαν από επιτιθέμενους από τη Γάζα, δολοφόνους που κινηματογράφησαν τα εγκλήματά τους […]

Το τεράστιο μέγεθος των γεγονότων της 7ης Οκτωβρίου διαγράφει μερικές φορές τη μνήμη μας για όσα προηγήθηκαν. Και όμως οι ανησυχητικές ρωγμές εμφανίστηκαν στην ισραηλινή κοινωνία περίπου εννέα μήνες πριν από τη σφαγή. Η κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Μπενιαμίν Νετανιάχου, προσπαθούσε να περάσει μια σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων που επεδίωκαν να αποδυναμώσουν σοβαρά την εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταφέρνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα θανατηφόρο πλήγμα στον δημοκρατικό χαρακτήρα του Ισραήλ. Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες έβγαιναν στους δρόμους κάθε εβδομάδα, επί μήνες, για να διαμαρτυρηθούν για το σχέδιο της κυβέρνησης. Η ισραηλινή δεξιά (σ.μ. εννοεί η ακροδεξιά) υποστήριξε την κυβέρνηση. Ολόκληρο το έθνος πολώνονταν όλο και πιο πολύ. Αυτό που κάποτε ήταν μια νόμιμη ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς εξελίχθηκε σε ένα θέαμα βαθέως μίσους μεταξύ διαφορετικών φυλών. Ο δημόσιος λόγος είχε γίνει βίαιος και τοξικός. Ακούστηκε η διαπίστωση για χωρισμό της χώρας σε δύο ξεχωριστούς λαούς. Οι Ισραηλινοί ένιωθαν ότι τα θεμέλια του εθνικού τους σπιτιού κινδύνευαν να συντριβούν. […]

(Και ήρθε) Εκείνο το απαίσιο μαύρο Σάββατο… […]

…Η βαθιά απόγνωση που νιώθουν οι περισσότεροι Ισραηλινοί μετά τη σφαγή μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της εβραϊκής κατάστασης στην οποία βρεθήκαμε για άλλη μια φορά. Είναι η κατάσταση ενός διωκόμενου, απροστάτευτου έθνους. Ένα έθνος που, παρά τα τεράστια επιτεύγματά του σε τόσα πολλά πεδία, εξακολουθεί να είναι, βαθιά μέσα του, ένα έθνος προσφύγων, με την προοπτική να ξεριζωθεί ακόμη και μετά από σχεδόν 76 χρόνια κυριαρχίας…

Ακολουθεί μια άλλη σκέψη, σχετικά με αυτούς τους δύο βασανισμένους λαούς: Το τραύμα του να γίνουν πρόσφυγες είναι θεμελιώδες και πρωταρχικό τόσο για τους Ισραηλινούς όσο και για τους Παλαιστίνιους, και ωστόσο καμία πλευρά δεν είναι σε θέση να δει την τραγωδία της άλλης με λίγη κατανόηση — για να μην αναφέρουμε συμπόνια.

[…] Ποιοι θα είμαστε – Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι – όταν αυτός ο μακρύς, σκληρός πόλεμος τελειώσει; Όχι μόνο η μνήμη των θηριωδιών που επιβλήθηκαν από τον έναν στον άλλον θα παραμείνει μεταξύ μας για πολλά χρόνια, αλλά επίσης, όπως είναι σαφές σε όλους μας, μόλις η Χαμάς θα έχει την ευκαιρία, θα εφαρμόσει γρήγορα και πάλι τον στόχο της… το θρησκευτικό καθήκον να καταστρέψει το Ισραήλ.

Πώς, λοιπόν, μπορούμε να υπογράψουμε μια συνθήκη ειρήνης με έναν τέτοιο εχθρό;

Και όμως τι επιλογή έχουμε;

Οι Παλαιστίνιοι θα κάνουν τον δικό τους απολογισμό. Ως Ισραηλινός ρωτάω τι είδους άνθρωποι θα είμαστε όταν τελειώσει ο πόλεμος. Πού θα κατευθύνουμε την ενοχή μας —αν είμαστε αρκετά θαρραλέοι να τη νιώσουμε— για όσα προκαλέσαμε σε αθώους Παλαιστίνιους; Για τα χιλιάδες παιδιά που έχουμε σκοτώσει. Για τις οικογένειες που καταστρέψαμε.

Και πώς θα μάθουμε, για να μην εκπλαγούμε ποτέ ξανά, να ζούμε μια γεμάτη ζωή στην κόψη του μαχαιριού; Πόσοι θέλουν να ζήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους στην κόψη του μαχαιριού; Και τι τίμημα θα πληρώσουμε για να ζούμε σε διαρκή εγρήγορση και καχυποψία, σε αέναο φόβο; Ποιος από εμάς θα πει ότι δεν θέλει —ή δεν μπορεί— να ζήσει τη ζωή ενός αιώνιου στρατιώτη, ενός Σπαρτιάτη;

Ποιος θα μείνει εδώ στο Ισραήλ; Αυτοί που θα μείνουν θα είναι μόνο οι πιο ακραίοι, οι θρησκευόμενοι φανατικοί, οι εθνικιστές, οι ρατσιστές; Είμαστε καταδικασμένοι να παρακολουθούμε, παραλυμένοι, την σταδιακή βύθιση στην τραγική πληγή του Ιουδαϊσμού;

Αυτά τα ερωτήματα πιθανότατα θα συνοδεύουν το Ισραήλ για χρόνια. Υπάρχει, ωστόσο, η πιθανότητα για μια ριζικά διαφορετική πραγματικότητα. Ίσως η αναγνώριση ότι αυτός ο πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί και, επιπλέον, ότι δεν μπορούμε να διατηρήσουμε την κατοχή επ' αόριστον, θα αναγκάσει και τις δύο πλευρές να αποδεχθούν μια λύση δύο κρατών…

Αυτή είναι επίσης η στιγμή για εκείνα τα κράτη που μπορούν να ασκήσουν επιρροή στις δύο πλευρές να χρησιμοποιήσουν αυτήν την επιρροή. Δεν είναι ώρα για μικροπολιτικές και κυνικές διπλωματίες. Αυτή είναι μια σπάνια στιγμή που ένα ωστικό κύμα όπως αυτό που ζήσαμε στις 7 Οκτωβρίου έχει τη δύναμη να αναδιαμορφώσει την πραγματικότητα. Δεν βλέπουν οι χώρες που συμμετέχουν στη σύγκρουση ότι οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι δεν είναι πλέον ικανοί να σωθούν; …

*Ο τίτλος είναι των New York Times. O David Grossman είναι συγγραφέας πολυάριθμων έργων μυθοπλασίας, μη μυθοπλασίας και παιδικής λογοτεχνίας. Η γραφή του έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 45 γλώσσες. Το μυθιστόρημά του «A Horse Walks into a Bar» κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Man Booker. (μτφ-επιλογή, Γιώργος Χ. Παπασώ)

«Caliban Shrieks» το βιβλίο ενός εργάτη και η «ποντικοπαγίδα»

 


[
 Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 07.03.24 ]


«Δοκιμάστε το, σκληροί πουριτανοί χαρτογιακάδες. Πάρτε μια ιδέα για το τι είναι οι άντρες, έξω από τον μικρό κύκλο της ποντικοπαγίδας σας. Γίνετε άνθρωποι… μολυνθείτε... τότε θα δείτε ότι είναι μόνο η καλοσύνη μιας κάστας που σας επιτρέπει να είστε οι μαριονέτες με τα κομμένα νύχια και τα λεμονόχρωμα γάντια.» Είναι ο Τζακ Χίλτον που «μιλάει».  Ένας εργάτης που έγραψε το μυθιστόρημα «Caliban Shrieks» και ύστερα χάθηκε μαζί και το βιβλίο του. Ο Χίλτον, για την ακρίβεια, εγκλωβίστηκε κι αυτός στην ποντικοπαγίδα των «καλοχορτασμένων» συγγραφέων. Το «τυρί» ήταν μια υποτροφία Οξφόρδης!

Το βιβλίο του Χίλτον ανακάλυψε όπως γράφει το New Yorker*, το 2021, ο Τζακ Τσάντγουικ, ένας εικοσιεπτάχρονος μπάρμαν και χορευτής που σκάλιζε τα ράφια της Βιβλιοθήκης του Κινήματος της Εργατικής τάξης, έξω από το Μάντσεστερ. Τον εντυπωσίασε το εξώφυλλο ενός βιβλίου. Η χειροποίητη απεικόνιση έδειχνε έναν σκελετό γονατισμένο σε στάση ικεσίας, με τα χέρια τεντωμένα. Ο Τσάντγουικ δεν γνώριζε ούτε το βιβλίο, «Caliban Shrieks», ούτε τον συγγραφέα του, Τζακ Χίλτον. Μετά από αρκετές ώρες ανάγνωσης,  ρώτησε τη βιβλιοθηκονόμο τι μπορούσε να του πει για τον συγγραφέα. Του είπε μόνο ότι μετά από μια σύντομη λογοτεχνική καριέρα, ο Χίλτον είχε εξαφανιστεί. Από εδώ αρχίζει η ιστορία της αναζήτησης του Τσάντγουικ για τον Χίλτον και για την επανέκδοση του μυθιστορήματος του.

Το ενδιαφέρον του βιβλίου αφορά στην ανατροπή του κυρίαρχου λογοτεχνικού «βλέμματος», που είναι το «βλέμμα» των «από πάνω» το οποίο μας παρέχει μια «ρομαντική» και «Wordsworthian» απεικόνιση της Αγγλίας. Το ίδιο συμβαίνει παντού. Αντίθετα, το «βλέμμα» των «από κάτω» δεν υπάρχει, ή όταν υπάρξει, θα χαθεί γρήγορα. Γενικά, η «αλητεία», δηλαδή η μαύρη ζωή των «απεγνωσμένων» δεν αποτυπώνεται ή όταν αυτό συμβαίνει, είναι για λίγο, με αναλαμπές στο σκοτάδι.  Ο Ρεμπώ, ο Ζενέ (αυτός ίσως περισσότερο), ο Χίλτον, δεν είναι κάποιοι ευαίσθητοι αστοί, δεν είναι οι «απ έξω» ή οι «από πάνω» που πρέπει να «στρατευθούν» υπέρ των αδικημένων, ή να σταθούν όπως λέει ο Σαρτρ μεταξύ των καταπιεστών και των καταπιεζόμενων, είναι οι ίδιοι «από κάτω», είναι οι ίδιοι καταπιεσμένοι άγρια, είναι αυτοί και μόνο αυτοί που μπορούν να γράψουν και η γραφή τους να είναι «η εξέμεση του περιεχομένου των εντέρων» αυτών που «πάτησε» το σύστημα. Μόνο αυτοί μπορούν να κφράζουν αυθεντικά το «βλέμμα» των «αποκάτω», εκείνο το φρικτό «βλέμμα του ηλίθιου», του "τρελού", του "απεγνωσμένου", του πεταμένου στα πεζοδρόμια της νύχτας που το βρώμικο χνώτο του θα καθαρίσουν από τις πλάκες του πεζοδρομίου το πρωί τα συνεργεία του Δήμου και οι νοικοκυραίοι. Όσοι επιζήσουν από αυτό το μακελειό, οι ταλαντούχοι μπορεί να τύχουν μας «υποτροφίας» Οξφόρδης ή της βοήθειας κάποιας τοπικής Μητρόπολης και της Εκκλησίας των Πεντηκοστιανών καθώς και των κυνηγών ταλέντων των νεοαποικιοκρατικών χωρών!

Για την ιστορία, όπως την γράφει το New Yorker*, ο Χίλτον γεννήθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα στο Όλνταμ, λίγο έξω από το Μάντσεστερ, μέσα σε φοβερή φτώχεια. Επτά από τα αδέρφια του πέθαναν πριν από την ηλικία των δύο ετών. Μόνο τρία επέζησαν μέχρι την ενηλικίωση. Στα δώδεκά του χρόνια άρχισε να εργάζεται σε ένα τοπικό βαμβακουργείο. Έπειτα, έχοντας πει ψέματα για την ηλικία του, κατατάχθηκε και πολέμησε στα χαρακώματα της βόρειας Γαλλίας. Επέζησε του πολέμου και επέστρεψε στην Αγγλία. Μετά από μια περίοδο αστεγίας, εντάχθηκε σε ένα κίνημα για τα δικαιώματα των εργαζομένων στο Ρότσντεϊλ. Οι ομιλίες του σε μία διαδήλωση τον οδήγησαν στη φυλακή. Με δικαστική απόφαση του απαγορεύτηκε η περαιτέρω συμμετοχή σε διαδηλώσεις, και τότε άρχισε να γράφει.

Ο Χίλτον δεν είχε ούτε λογοτεχνική εκπαίδευση. «Δεν μπορούσα να γράψω ούτε τρισύλλαβες λέξεις», είπε αργότερα. «Οι προτάσεις δεν είχαν νόημα." Αλλά ο δάσκαλός του στον Εκπαιδευτικό Σύλλογο των Εργαζομένων (ναι, υπήρχε τέτοια πρόβλεψη στα συνδικάτα) αντιλήφθηκε το ταλέντο του και έστειλε ένα δείγμα της δουλειάς του σε έναν εκδότη. Ο εκδότης ζήτησε περισσότερα. Το χειρόγραφο που ακολούθησε ήταν ένα είδος autofiction. Περιέγραφε την παιδική του ηλικία, τη δουλειά στο εργοστάσιο, τη δυστυχία του πολέμου και της φυλακής, και τη σκληρότητα της περιπλάνησης, συνδυάζοντας μνήμες με την ποίηση και την πολεμική, αλλά σε μια χαλαρή αφήγηση. Ο ίδιος ο Χίλτον το αποκαλούσε «Μια εξέμεση του περιεχομένου των εντέρων ενός ανθρώπου που είχε πατήσει η κοινωνία».

Το «Caliban Shrieks» δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1935 και βρήκε σύντομα αναγνώριση. Ο Τζορτζ Όργουελ το περιέγραψε ως «πνευματώδες και ασυνήθιστο». Ο ποιητής W. H. Auden, ένας αυστηρός κριτικός, επαίνεσε την «υπέροχη ρητορική του Χίλτον» τύπου «Μόμπι-Ντικ». Ένα μοναδικό βιβλίο τόσο σε τόνο όσο και σε δομή. Ήταν επίσης το έργο ενός συγγραφέα προερχόμενου «από τα κάτω», σε μια περίοδο που η αγγλική λογοτεχνία κυριαρχούνταν από τους προνομιούχους αστούς. «Βιβλία σαν αυτό, που προέρχονται από γνήσιους εργάτες και παρουσιάζουν μια γνήσια προοπτική της εργατικής τάξης, είναι εξαιρετικά σπάνια και σημαντικά», έγραψε ο Όργουελ. Το «Caliban Shrieks» συνέχισε, έδωσε φωνή σε «ένα συνήθως σιωπηλό πλήθος».

Η πεζογραφία του Χίλτον εμπεριέχει τις δίδυμες δυνάμεις της άσχημης εμπειρίας και της αγανάκτησης. Αντίθετα ο «προνομιούχος» καλοχορτασμένος συγγραφέας συγκεντρώνει «ωραίες αφηρημένες λέξεις» για τη φύση, όπως «Ο ουρανός του μεταξένιου γαλάζιου, στοκαρισμένος με τους χρυσούς κυματισμούς των ηλιόλουστων αποχρώσεων, πάνω από λόφους της πράσινης καφέ μεγαλειότητας» . . . Ω, το χάλι της μεταφοράς!» γράφει ο Χίλτον. 

Ωστόσο, η λογοτεχνική επιτυχία οδήγησε τον Χίλτον στον «κύκλο της ποντικοπαγίδας». Κέρδισε μία υποτροφία στην Οξφόρδη, ενώ το βιβλίο του έκανε μόνο μία έκδοση και χάθηκε. 

Οκτώ δεκαετίες αργότερα, όταν ο Τσάντγουικ, ο οποίος κατάγεται επίσης από εργατική οικογένεια, διάβασε το «Caliban Shrieks», συγκλονίστηκε και αποφάσισε να διερευνήσει την προοπτική της επανέκδοσης. Ένας φίλος συγγραφέας του σύστησε στον John Merrick, συντάκτη των βιβλίων Verso, ο οποίος ενδιαφέρθηκε επίσης για τον Hilton…

Από εδώ αρχίζει η περιπέτεια της επανέκδοσης του «Caliban Shrieks». Η επανέκδοση έγινε αυτό τον μήνα.

Σε μένα έμεινε η «Ποντικοπαγίδα». Αυτή που σε εγκλωβίζει. Αλλά και το δίλημμα που σαν τον Σίνη τον πιτυοκάμπτη σε ξεσκίζει. Γιατί ο λογοτέχνης, ο καλλιτέχνης, ο διανοούμενος όπως γράφει ο Τ. Αντόρνο στα Minima Moralia, όταν βυθίζεται εντελώς στην υλική πρακτική και τα χρησιμοθηρικά-οικονομικά- οφέλη της, χάνει την ευαισθησία και το κριτικό του πνεύμα και «απειλείται από την επανάπτωση στον κυνισμό και τη βαρβαρότητα». Αλλά κι από την άλλη, αν ο διανοούμενος ασχολείται μόνο με τα λεγόμενα πνευματικά πράγματα, αποκομμένος από την οικονομική πραγματικότητα και την υλική αναπαραγωγή της ζωής, κινδυνεύει να υποστασιοποιήσει ως απόλυτο το πνεύμα του κι έτσι από τον φετιχισμό του χρήματος να οδηγείται στο φετιχισμό της κουλτούρας.

Τελικά, τι μένει να κάνει κανείς; Ο Ε. Σαΐντ προτείνει τη σχοινοβασία του «μέσα-έξω», τη συμπεριφορά του απρόβλεπτου, που απορρίπτει αυτούς που οι Γάλλοι ονομάζουν «τσοπανόσκυλα της εξουσίας», και που ανοίγει το δρόμο σε «μια νέα ευαισθησία» απέναντι στη θέση των υποτιμημένων, των λησμονημένων και των αφανών.

*https://www.newyorker.com/books/page-turner/the-bartender-and-the-lost-literary-masterpiece?utm_campaign=falcon_FCzP&mbid=social_twitter&utm_social-type=owned&utm_medium=social&utm_brand=tny&utm_source=twitter

 

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

Οι γυναίκες της Κομμούνας του Παρισιού

 


[
 ARTI news / Κόσμος / 05.03.24 ]


Με το τέλος του γαλλοπρωσικού πολέμου το 1871, το Παρίσι ήταν υπό πρωσική κατοχή. Ο λαός και η εθνοφρουρά του Παρισιού ωστόσο αρνήθηκαν την πρωσική κατοχή αποκλείοντας τους Πρώσους σε μία μικρή περιοχή του Παρισιού.

Τη νύχτα 17 προς 18 Μαρτίου 1871, ο Adolphe Thiers, επικεφαλής της Γαλλικής κυβέρνησης, διέταξε την απομάκρυνση των κανονιών της Εθνικής Φρουράς... Η Εθνοφρουρά αρνείται. Στις 5:30 π.μ., ο στρατός απλώνεται στους δρόμους του Παρισιού. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις διαδέχονται η μία την άλλη.   10:20 π.μ. Πολύς ενθουσιασμός στο 12ο διαμέρισμα. Οι εθνοφρουροί απέκλεισαν τη rue de la Roquette με δύο οδοφράγματα, ενώ άλλοι κατεβαίνουν προς τη Βαστίλη... 10:30 π.μ. ...(2)» Οι εργατικές γειτονιές, από τη Belleville μέχρι το Barrière d'Enfer (την Place Denfert-Rochereau) ξεσηκώνονται.

Στις 26 Μαρτίου 1871, 229.167 Παριζιάνοι προσέρχονται στις κάλπες για να εκλέξουν το νέο δημοτικό συμβούλιο της πόλης. Σοσιαλιστές, μπλανκιστές, ριζοσπάστες και μετριοπαθείς ρεπουμπλικάνοι συνασπίζονται και εκλέγουν ένα νέο δημοτικό συμβούλιο με επικεφαλής τον Λουί Ογκίστ Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui 1805-1881) συνθέτοντας μια νέα συνέλευση του Δήμου όπου οι περισσότεροι είναι χειρώνακτες εργάτες, υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και δημοσιογράφοι, στην πλειοψηφία τους νέοι.

Στις 28 Μαρτίου θα κηρυχθεί η Παρισινή Κομμούνα. Ο στρατός της πόλης αντικαταστάθηκε από την πολιτοφυλακή αποτελούμενη από όλους τους πολίτες που μπορούσαν να πολεμήσουν. Και ελήφθησαν άμεσα μέτρα υπέρ των εργατών: πάγωσαν τα ενοίκια, απαγορεύθηκε στα ενεχυροδανειστήρια να πουλούν αγαθά καθώς οι εργάτες αναγκάστηκαν να βάλουν ενέχυρο τα εργαλεία τους κατά τη διάρκεια του πολέμου, κρατικοποιήθηκε η εκκλησιαστική περιουσία, πάγωσε η υποχρέωση καταβολής των χρεών, εξισώθηκαν οι μισθοί των υπαλλήλων και καταργήθηκαν οι τόμοι.

Οι γυναίκες παρότι δεν έχουν δικαίωμα του εκλέγειν δραστηριοποιούνται. Και, όπως λέει ο Jules Vallès, «…Όταν εμπλέκονται γυναίκες, όταν η νοικοκυρά σπρώχνει τον άντρα της, όταν βγάζει τη μαύρη σημαία που κυματίζει πάνω από τη γλάστρα για να τη φυτέψει ανάμεσα σε δύο πλακόστρωτα, είναι επειδή ο ήλιος θα ανατείλει πάνω από μια πόλη εξεγερμένη( 1 )».

Στη Μονμάρτρη γυναίκες και παιδιά αντιτάχθηκαν σθεναρά στους αξιωματικούς του 88ου τάγματος. Οι νοικοκυρές πιάνουν τα ηνία των αλόγων, κόβουν τα λουριά, άνθρωποι φωνάζουν: «Δεν θα πυροβολήσετε τον κόσμο!»… Τελικά, το 88ο τάγμα αδελφοποιείται με το λαό.

 «Περνούσαμε προς τα πάνω, γνωρίζοντας ότι στην κορυφή υπήρχε ο στρατός παρατεταγμένος, λέει η Λουίζ Μισέλ κρατώντας ένα όπλο. Νομίζαμε ότι θα πεθάνουμε για την ελευθερία. Δεν λογαριάζαμε το θάνατο. Εμείς θα είχαμε σκοτωθεί, αλλά το Παρίσι θα είχε αναστηθεί... Το οδόφραγμα ήταν τυλιγμένο με ένα λευκό φως, μια υπέροχη αυγή απελευθέρωσης. (...) Δεν μας περίμενε ο θάνατος (...) αλλά η έκπληξη μιας λαϊκής νίκης.» […]

Ο Γκαστόν Ντα Κόστα, που ήταν μαζί με τους εξεγερμένους, θα σημειώσει στα Απομνημονεύματά του: «Μέχρι τη στιγμή που τα στρατεύματα υποχωρούν, είναι οι γυναίκες που κυριαρχούν… Το Château-Rouge, η φοβερή φάλαγγα των υπηρετριών από ξενοδοχεία, καφε και οίκους ανοχής  που είχαν επαναστατήσει (...) ( 4 ).»

Στην Place de l’Hôtel-de-Ville, θα γίνει η διακήρυξη ότι η Κομμούνα έγινε «στο όνομα του λαού». Ένα κανόνι βροντάει για να χαιρετήσει το γεγονός... Η Victorine Brocher γράφει: «Αυτή τη φορά είχαμε την Κομμούνα! (...) Μετά από τόσες ήττες, δυστυχίες και πένθη, όλοι χάρηκαν. (...) Επικεφαλής των αναπαυόμενων ταγμάτων, κοπέλες της καντίνας με διάφορες φορεσιές ακουμπούν στα πολυβόλα. (...) Ένα μέλος της Κομμούνας διακηρύσσει τα ονόματα των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού, υψώνεται μια μυριόφωνη κραυγή: «ζήτω η κομμούνα!»  ( 5 )»

Στις 11 Απριλίου, στην Επίσημη Εφημερίδα - της Κομμούνας - εμφανίστηκε η έκκληση μιας «ομάδας πολιτών»: «Το Παρίσι είναι αποκλεισμένο, το Παρίσι βομβαρδίζεται... (...) Είναι ο ξένος που επιστρέφει και εισβάλει στη Γαλλία; (...) Όχι, οι εχθροί, οι δολοφόνοι του λαού και της ελευθερίας είναι Γάλλοι !... (...) Είδαν τον λαό να ξεσηκώνεται φωνάζοντας: «Κανένα καθήκον χωρίς δικαιώματα, κανένα δικαίωμα χωρίς καθήκοντα ! (...) Θέλουμε δουλειά... Όχι άλλοι εκμεταλλευτές, όχι άλλοι αφέντες !... Δουλειά και ευημερία για όλους, αυτοκυβέρνηση του λαού, Κομμούνα, να πεθαίνεις πολεμώντας παρά να ζεις δουλεύοντας σα σκλάβος!»»…        

Στις 14 Απριλίου, στην Επίσημη Εφημερίδα, η Ένωση Γυναικών για την Άμυνα του Παρισιού και τη Φροντίδα των Τραυματιών σημειώνει: «Είναι καθήκον και δικαίωμα όλων να αγωνιστούμε για τη μεγάλη υπόθεση του λαού, για την Επανάσταση. (...) Η Κομμούνα, εκπρόσωπος της μεγάλης αρχής που διακηρύσσει την εξάλειψη κάθε προνομίου, κάθε ανισότητας, δεσμεύεται να λάβει υπόψη τις δίκαιες διεκδικήσεις ολόκληρου του πληθυσμού, χωρίς διάκριση φύλου, μια διάκριση που δημιουργείται και διατηρείται από την ανάγκη για ανταγωνισμό στην οποία στηρίζονται τα προνόμια των κυρίαρχων τάξεων.»

Σε λέσχες, που ανοίγουν σε εκκλησίες, μερικές φορές αποκλειστικά για γυναίκες, ο λόγος είναι ελεύθερος. Όλα υπόκεινται σε διάλογο: η υπεράσπιση της επανάστασης, η εκπαίδευση των κοριτσιών, η μισθολογική ισοτιμία, οι νόμοι, τα ελεύθερα συνδικάτα, η δειλία των ανδρών, το τέλος της εκμετάλλευσης της εργασίας.

Στις 3 Μαΐου, στα εγκαίνια του Social Revolution Club, στην κατάμεστη εκκλησία Saint-Michel, στο Batignolles, «αισθανθήκαμε ότι φεύγοντας για να πολεμήσουν για την Κομμούνα οι σύζυγοι είχαν αφήσει στο σπίτι ένα συμπαγές μικρόβιο «επαναστατικών ιδεών»…( 6 ).

Ο Paul de Fontoulieu, με μία πένα βουτηγμένη στη γραμματοσειρά των Βερσαλλιών, περιγράφει για την εισαγγελία όσα λέει ότι είδε και άκουσε εκεί: «Club Éloi — Μεταξύ των ομιλητών, συγνώμη για τη λέξη, (...) η πολίτης Valentin, δημόσιο κορίτσι που στις 22 Μαΐου τίναξε στον αέρα τα μυαλά του μαστροπού της, γιατί δεν την άφηνε να πάει στα οδοφράγματα. Και η πολίτης Μορέλ, που είχε υποστεί πέντε καταδίκες λέει: «Ζητώ, για να βάλω ένα τέλος, να ρίξουν όλες τις καλόγριες στον Σηκουάνα, υπάρχουν μερικές στα νοσοκομεία που δίνουν δηλητήριο στους τραυματίες.»

Εκκλησία Saint-Lambert στο Vaugirard, Πατριωτική Λέσχη Γυναικών — Στη συνεδρίαση του Vaugirard προήδρευσε μια Αυστριακή γυναίκα, ονόματι Reidenhreth, (...) που είχε καταδικαστεί στη Βιέννη για το αδίκημα της περιφρόνησης, το οποίο καυχιόταν και έφερε ως τίτλο δόξας. (...) Στο La Trinité, Deliverance Club — (...) Τίποτα εκτός από γυναίκες. Η ατζέντα ήταν: «για την αναγέννηση της κοινωνίας». Γυναίκα, γύρω στα τριάντα: «Η κοινωνική πληγή που πρέπει πρώτα να κλείσει είναι αυτή των αφεντικών, που εκμεταλλεύονται τον εργαζόμενο και πλουτίζουν από τον ιδρώτα του. Όχι άλλα αφεντικά που θεωρούν τον εργάτη ως μηχανή! Ας ενωθούν οι εργαζόμενοι, ας συνενώσουν τους κόπους τους και θα είναι ευτυχισμένοι. Ένα άλλο κακό της σημερινής κοινωνίας είναι οι πλούσιοι, που μόνο πίνουν και διασκεδάζουν, χωρίς  να κοπιάζουν. Πρέπει να εξολοθρευτούν, όπως και οι ιερείς και οι μοναχές. Θα είμαστε ευτυχισμένοι μόνο όταν δεν θα έχουμε πια αφεντικά, πλούσιους ή ιερείς!»…

«Έφτασε η μεγάλη μέρα», φώναξε η Λουίζ Μισέλ στη σύνοδο του 17ου διαμερίσματος, «η αποφασιστική μέρα για τη χειραφέτηση ή την υποδούλωση του προλεταριάτου. Αλλά κουράγιο, πολίτες, το Παρίσι θα είναι δικό μας  με τη δράση. Ναι, ορκίζομαι, το Παρίσι θα είναι δικό μας ή το Παρίσι δεν θα υπάρχει πια! Είναι για τους ανθρώπους ζήτημα ζωής και θανάτου»(7).»

Με την είσοδο στο Παρίσι των στρατιωτών των Βερσαλλιών  στις 21 Μαΐου 1871, ξεκίνησε η «ματωμένη εβδομάδα», «εκείνες οι τραγικές νύχτες που θα ηχήσουν επτά φορές», σύμφωνα με τη Victorine Brocher.

(...) Στις 28 το μεσημέρι, το τελευταίο ομοσπονδιακό κανόνι χτύπησε από την κορυφή της rue de Paris σαν τον τελευταίο αναστεναγμό της Κομμούνας που τελειώνει. Το όνειρο τελείωσε, το ανθρωποκυνηγητό ξεκινά! Συλλήψεις! Σφαγές!( 8 )»  […]      

«…Πάνω από δέκα χιλιάδες γυναίκες τις μέρες της Κομμούνας, σκόρπιες ή μαζί, πολέμησαν για την ελευθερία. (...) οι γυναίκες πολεμούσαν σαν λέαινες, αλλά εγώ ούρλιαζα: Φωτιά! Φωτιά σε αυτά τα τέρατα! (...) Οι Βερσαλλίες απλώνουν πάνω από το Παρίσι ένα απέραντο σάβανο κόκκινο από αίμα. Τα πολυβόλα μετακινούνται και σκοτώνουν σαν σε κυνήγι. Είναι σφαγή (...) ( 9 ).» καταλήγει η Λουίζ Μισέλ.

 Eloi Valat συγγραφέας πολλών έργων για την Κομμούνα (Μτφρ και επιλογή Γιώργος Χ. Παπασω.)

https://www.monde-diplomatique.fr/2019/07/VALAT/60037

 ( 1 )  Jules Vallès, L’Insurgé (1886), στο Œuvres, Gallimard, συντ. “  Library of the Pléiade  ”, Παρίσι, 1990.

2 )  Αποστολές από τους στρατηγούς Joseph Vinoy και Louis Ernest Valentin στον Adolphe Thiers, στο Marc-André Fabre, Vie et mort de la Commune, Hachette, Παρίσι, 1939.

3 )  Louise Michel, La Commune, Stock, Παρίσι, 1898.

4 )  Gaston Da Costa, The Commune Lived, Ancienne Maison Quantin, Παρίσι, 1903.

5 )  Victorine B. (Brocher), Memories of a Living Dead, Librairie Lapie, Λωζάνη, 1909.

6 )  Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας υπό την Κομμούνα, «  Ανεπίσημο Κόμμα  », 5 Μαΐου 1871.

7 )  Paul de Fontoulieu, The Churches of Paris under the Commune, E. Dentu, Παρίσι, 1873.

8 )  Victorine B. (Brocher), Memories of a Living Dead, ό.π. cit.

9 )  Louise Michel, La Commune, ό.π. cit.


Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Περιφρόνηση

 

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 16.02.24 ]


Στη Βουλή μιλάει ο ομοφυλόφιλος βουλευτής για τα «κρυφά του δάκρυα» και την «ντροπή», για το μπούλινγκ και την περιφρόνηση των «άλλων», αυτών που εξακολουθούν να ομνύουν στο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Ακολουθεί η συγκίνηση για την "αναγνώριση", για την άρση της περιφρόνησης, για την απόκτηση της ισοτιμίας.

Λίγα μέτρα πιο κάτω από το κοινοβούλιο, Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, ένας άστεγος «κατεβαίνει στην άβυσσο βουβός». Το ίδιο και η πολύτεκνη οικογένεια στην Κόρινθο, η οποία κατεβαίνει στη σπηλιά της. Το ίδιο και ο άνεργος νέος, ο επισφαλώς εργαζόμενος, ο ντελιβεράς πτυχιούχος του Πολυτεχνείου.

Τι ενώνει αυτούς τους ανθρώπους; Το βλέμμα των άλλων που τους αγνοεί, που δεν τους «βλέπει», που τους περιφρονεί και τους σκοτώνει. Γι’ αυτό έχει δίκιο ο Παβέζε που λέει πως «ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου» κόσμε.

Η Περιφρόνηση των άλλων

Η αυτοσυνείδηση του ανθρώπου εξαρτάται από την εμπειρία της κοινωνικής αναγνώρισης, έλεγε ο νεαρός Χέγκελ. Η ζωή των ανθρώπινων υποκειμένων εξαρτάται από το σεβασμό ή την εκτίμηση που χαίρουν στα μάτια των συνανθρώπων τους. Η απόκτηση κοινωνικής αναγνώρισης είναι η κανονιστική προϋπόθεση της επικοινωνιακής δράσης στο σύνολό της. Οι άνθρωποι συναντώνται με κοινό σκοπό να βρουν αναγνώριση ως κοινωνικά πρόσωπα με μια ορισμένη κοινωνική προσφορά.

Στον αντίθετο πόλο της Αναγνώρισης είναι η ηθική Αδικία, δηλαδή η άρνηση της αναγνώρισης, η ηθική προσβολή, η ταπείνωση, ο μη σεβασμός της προσωπικής ακεραιότητας του άλλου. Ο άνθρωπος οικοδομεί μια θετική σχέση με τον εαυτό του μέσα από την επιδοκιμασία και αποδοχή των άλλων. Η εμπειρία μιας ηθικής αδικίας προκαλεί ψυχικό κλονισμό στο βαθμό που ματαιώνεται η προσδοκία του θιγόμενου υποκειμένου για αναγνώριση, μια ικανοποίηση που είναι βασικός όρος για τη συγκρότηση της ταυτότητάς του.

Όταν η προσδοκία δεν ικανοποιείται, όταν κάποιος στερείται την αναγνώριση, που θεωρεί ότι την αξίζει, τότε αποκτά της ηθικές εμπειρίες που ο Άξελ Χόνετ αποκαλεί «αισθήματα κοινωνικής περιφρόνησης».

Ηθικές αδικίες και προσβολές είναι α) εκείνες που στερούν την ασφάλεια από ένα πρόσωπο ότι μπορεί να ελέγχει την φυσική του ευημερία…. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η φυσική κακοποίηση, ο βασανισμός και ο βιασμός. β) εκείνες που θίγουν ή καταστρέφουν τον αυτοσεβασμό (καταστρέφουν την αξία της κρίση μας που αναγνωρίζεται από άλλους ανθρώπους) μέσω της παραπλάνησης ή εξαπάτησης… γ) εκείνες που προκαλούν «ταπείνωση ή έλλειψη σεβασμού» και επιδιώκουν να δείξουν σε άτομα ή ομάδα ατόμων ότι «οι ικανότητές τους δεν χαίρουν αναγνώρισης».

Η εμπειρία της κοινωνικής αναγνώρισης αποτελεί όρο της συνολικής ανάπτυξης της ταυτότητας του ανθρώπου, γι’ αυτό η αποστέρησή της, δηλαδή η περιφρόνηση, προκαλεί αναγκαστικά την αίσθηση μιας επαπειλούμενης απώλειας της προσωπικότητας, του προσώπου, της αξιοπρέπειας. Η αντίδραση του κοινωνικά περιφρονημένου (αυτού που δεν αναγνωρίζεται) είναι η ντροπή, η οργή  και η αγανάκτηση.   

Η εργασία

Ποια είναι τα κοινωνικά αίτια της συστηματικής προσβολής των συνθηκών αναγνώρισης και της περιφρόνησης; Η «κοινωνική εκτίμηση» σχετίζεται με την ΕΡΓΑΣΙΑ. Η κοινωνική εκτίμηση συνδέεται με την ευκαιρία να επιτελεί κανείς μια οικονομικά αμειβόμενη και άρα κοινωνικά ρυθμισμένη εργασία. Ποια μπορεί να είναι η αυτοεκτίμηση των ανέργων και των επισφαλώς εργαζόμενων νέων, του ντελιβερά με πτυχίο Πολυτεχνείου;

Επίσης, ιδιαίτερης σημασίας είναι η συνάφεια μεταξύ εργασίας και αναγνώρισης της απλήρωτης ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Η ανατροφή των παιδιών και η οικιακή εργασία δεν αξιολογούνται ως ίσης αξίας εργασία στο πλαίσιο ενός πολιτισμού που επικαθορίζεται από τις ανδρικές αξίες. Έτσι, οι γυναίκες, που εργάζονται στο σπίτι, έχουν ελάχιστες πιθανότητες να βρουν στην κοινωνία τον βαθμό αναγνώρισης που τους αναλογεί.

Γενικά, η αξιολόγηση της κοινωνικής εργασίας παίζει ένα κεντρικό ρόλο στο πλέγμα σχέσεων αναγνώρισης μιας κοινωνίας.

 Η περιφρόνηση οδηγεί στα νεοναζιστικά μορφώματα

Οι νέοι/ες που σ’ αυτό το εργασιακό περιβάλλον δεν έχουν καμία προοπτική για το μέλλον, αισθάνονται ματαίωση. Η ματαίωση γίνεται ντροπή, οργή και αγανάκτηση, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της αναγνώρισης, όταν ένας πτυχιούχος νομικής εργάζεται ως σερβιτόρος. Η ηθική αδικία θα στείλει την βαθιά «πληγωμένη» προσωπικότητα στο ψυχιατρείο ή σε μία παρέα που θα τονώσει την αυτοπεποίθηση, που θα λειτουργήσει ιαματικά στις ηθικές πληγές. Αυτή η παρέα μπορεί να βρεθεί στο διαδίκτυο. Οι νεοναζιστικές ομάδες αλιεύουν στο ιντερνετ.

Οι αδικημένοι νέοι θα βρουν αναγνώριση στις ομάδες αυτές. Η αυτοπεποίθησή τους θα τονωθεί. Από εδώ προκύπτει και ο φανατισμός για την ομάδα, που είναι ο φανατισμός υπεράσπισης τους αδικημένου εαυτού. Η «ομάδα» γίνεται ένα είδος ναρκωτικού, απ’ το οποίο δεν μπορούν να απαλλαγούν. Γιατί έξω από αυτή δεν βιώνουν αναγνώριση, δεν υπάρχουν, είναι αόρατοι.  Αυτά γράφει ο ανατολικοβερολινέζος Ingo Hasselbach για τις εμπειρίες που απέκτησε στις ομάδες του νεοναζιστικού νεολαιίστικου χώρου, δείχνοντας έτσι που μπορεί να οδηγήσει πολιτικά η εμπειρία της «κοινωνικής περιφρόνησης».

Η κοινωνική καταξίωση αναζητείται σε φασιστικές ομάδες, σε ομάδες χουλιγκάνων, σε συμμορίες, σε ομάδες «μπάχαλων». Παλιότερα, είχαμε τους δημόσιους θεσμούς της «δημοκρατικής κοινωνίας»(νεολαίες κομμάτων, συνδικάτων, πολιτιστικά στέκια γειτονιών, δίκτυα καλλιτεχνών, αλληλέγγυων κ.ά.), οι οποίοι όμως είτε απαξιώνονται με ευθύνη και των συστημικών πολιτικών κομμάτων είτε χτυπιούνται άγρια από την κρατική καταστολή. Γιατί όπως είπαμε, η διέξοδος είναι πολλαπλής κατεύθυνσης είτε προς αρνητική (νέο-φασιστική) είτε προς θετική (φεμινισμός, ΛΟΑΤΚΙ, αλληλεγγύη κ.ά.) κατεύθυνσης κι ένας ΤΡΟΠΟΣ Αντίδρασης των ομοίων(περιφρονημένων), που συστήνουν «ομάδες», κοινότητες και συλλογικότητες. Μόνο που η διέξοδος προς την «προοδευτική κατεύθυνση» χτυπιέται άγρια από το κράτος…

Το διαδίκτυο

Η ψηφιακή καινοτομία και το διαδίκτυο παρέχουν ένα είδος αντίβαρου, μια ομόλογη κατάσταση που θα θεραπεύσει όλες τις πληγές, όλες τις καταστροφές. Τώρα έχουμε κάτι στα χέρια μας που θα αντιρροπήσει  τις απογοητεύσεις, τον θυμό, τις ματαιώσεις, τα μπούλινγκ και τους εξοστρακισμούς, που μπορεί να φέρει χρώμα στην άχρωμη ζωή μας, να αντισταθμίσει τα λάθη μας, τις ατυχίες μας, τις αποτυχίες μας. Από εδώ προκύπτει ο ενθουσιασμός για το σύγχρονο πάθος, που είναι η «έκφραση», οι αφηγήσεις μας στο Facebook  στο Instagram κλπ..

Τα κοινωνικά δίκτυα μας επιτρέπουν να αφηγηθούμε στους άλλους ό,τι μας συμβαίνει –με εξωραϊσμένο είναι η αλήθεια τρόπο-  να λαμβάνουμε αποδείξεις της σύμφωνης γνώμης των άλλων, να εμφανιζόμαστε δημοσίως για να σηματοδοτήσουμε την εξαιρετικότητα της ύπαρξής μας, ή και πάλι να καταγγείλουμε, με δυσαρέσκεια ή οργή, ορισμένες επαγγελματικές, σχεσιακές ή άλλες εμπειρίες.

Η χρήση των νέων μέσων επικοινωνίας είναι μια πρακτική που πλέον μας σώζει, καθώς –εξατομικευμένα και καθολικά, λειτουργεί καθαρτικά και λυτρωτικά. Εδώ παρέχεται η αίσθηση πως ό,τι κι αν βιώνει κανείς, ανεξάρτητα από τη σκληρότητα της πραγματικότητας, μπορεί ανά πάσα στιγμή να ασχοληθεί με την οργάνωση της συχνά μεγεθυμένης αφήγησης της ζωής του, να εκφράσει το θυμό του και να εκδικηθεί για τις ταπεινώσεις που βίωσε και η ψυχή του να αποτινάξει για μια στιγμή το άχθος.

Όλα τα είδη δραστηριοτήτων καταφεύγουν σ’ αυτό το είδος κάθαρσης: η οικογενειακή ζωή, ο ελεύθερος χρόνος, η κατανάλωση. Από τώρα και στο εξής, η «Εκφραστικότητα» κυριαρχεί στη ζωή των ανθρώπων, καθώς η δημόσια έκθεση του εαυτού μαρτυρά κατά κάποιο τρόπο τη μοναδικότητά του, αδιαφορώντας για την όποια ματαιοδοξία ενδεχομένως ενέχει αυτή η έκθεση.

Έχει γίνει συνηθισμένη πρακτική να δηλώνει κάποιος δημόσια τις απόψεις του στο διαδίκτυο, κάτι που του παρέχει την ευκαιρία να απελευθερώσει την οργή του, να καταγγείλει μέρα και νύχτα - ενδεχομένως μάταια - μια συγκεκριμένη σειρά από πράγματα. Όμως αυτές οι πρακτικές «παγιώνουν μόνο τις δικές μας πεποιθήσεις, τροφοδοτούν τις διαπροσωπικές εντάσεις και προέρχονται από την ψευδαίσθηση της πολιτικής εμπλοκής, καθώς τις περισσότερες φορές εμφανίζονται μακριά από οποιαδήποτε συγκεκριμένη εμπλοκή σε κοινές υποθέσεις,  δημιουργώντας μόνο καλή συνείδηση ​​ή μάταιη ικανοποίηση.» (Sadin). Αντίθετα, βέβαια, από αυτή την εκτίμηση, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ελλάδα, φαίνεται ότι ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων λειτουργεί πολιτικά και μάλιστα παρεμβατικά. Πολλές φορές οι κυβερνήσεις απαντούν στα σχόλια του διαδικτύου. Δεν είναι εξάλλου τυχαία και η χρήση του από πολιτικούς…

*ΥΓ. Οι φασίστες, οι επίγονοι των δολοφόνων του Λόρκα είπαν τους ομοφυλόφιλους «ζώα». «Ζώα» αποκαλούν και οι φασίστες του Ισραήλ τους Παλαιστίνιους, τους δένουν τα μάτια και τους αναγκάζουν να τρέξουν και τους πυροβολούν στο κεφάλι πισώπλατα. Το ίδιο και ο ματσο «κρητικός άντρας», αυτός που αφού "κυνηγήσει τον χανιώτη πολιτικό, ύστερα θα δολοφονήσει εν ψυχρώ τη γυναίκα του…  


Γιατί οι «αριστεροί» ψήφισαν ακροδεξιά;

  [   Γιώργος X. Παπασωτηρίου   /   Κόσμος   / 14.03.24 ] Και στην Πορτογαλία το ίδιο έργο: Η Αριστερά χάνει και η Δεξιά -κυρίως η ακροδεξιά...